- ὑπενδύτης
- ὑπενδύτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπενδύτης — ο / ὑπενδύτης, ΝΑ [ὑπενδύω] εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο νεοελλ. 1. γιλέκο 2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις … Dictionary of Greek
ὑπενδύτῃ — ὑπενδύτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχίτων — ωνος, ὁ, Α υπενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χιτών (πρβλ. ἀχίτων)] … Dictionary of Greek